- πλαστελίνη
- η, Νβλ. πλαστιλίνη. πλαστευτής, ὁ, Αο κατασκευαστής τειχών ή περιβόλων από πλίνθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστή «τείχος, περίβολος από πλίνθους» μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πλαστεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαστελίνη — η είδος πλαστικής ύλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστιλίνη — και πλαστελίνη, η, Ν 1. (χημ. τεχνολ.) εύπλαστο υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή προπλασμάτων 2. ευμάλακτη ύλη, χρωματισμένη κατάλληλα, που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να πλάθουν διάφορα ομοιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… … Dictionary of Greek